ΜEΘΟΔΟΙ ΔΙΑΧΕIΡΙΣΗΣ ΤΗΣ ΚΑYΣΙΜΗΣ YΛΗΣ
Ένα πρόγραμμα διαχείρισης καύσιμης ύλης μπορεί να είναι εκτατικό όταν έχει στόχο τη μείωση του κινδύνου σε μία ολόκληρη περιοχή ή να αφορά συγκεκριμένες θέσεις ώστε να επιτευχθούν συγκεκριμένοι στόχοι (π.χ. προστασία ενός οικισμού).
Στην περίπτωση που απαιτείται εκτατική διαχείριση των καυσίμων, αυτή κατά κανόνα ενσωματώνεται στο γενικότερο διαχειριστικό σχέδιο για την περιοχή συνδυαζόμενη με τις υπόλοιπες δραστηριότητες και πολιτικές. Χωρίς το συνδυασμό στόχων και την εξυπηρέτηση πολλαπλών στόχων της γενικότερης διαχειριστικής διαδικασίας, το κόστος των μεγάλης κλίμακας δράσεων μείωσης της καύσιμης ύλης εύκολα μπορεί να φθάσει σε απαγορευτικά ύψη. Ακόμη και αν το κόστος ενός προγράμματος μείωσης καύσιμης ύλης μπορεί να δικαιολογηθεί και χρηματοδοτηθεί, παραδείγματος χάριν λόγω πρόσφατων καταστροφικών πυρκαγιών που δημιουργούν πολιτική πίεση, η εξασφάλιση πιστώσεων για τη μακροχρόνια συντήρηση του αρχικού αποτελέσματος συχνά παρουσιάζει μεγάλες δυσκολίες για λόγους όπως αλλαγές πολιτικών και προτεραιοτήτων, σειρά ετών χωρίς μεγάλες καταστροφές από πυρκαγιές, κλπ.. Παραδείγματα εκτατικών συστημάτων διαχείρισης καύσιμης ύλης που συνδυάζουν περισσότερους διαχειριστικούς στόχους είναι:
-
Ελεγχόμενη βοσκή
-
Πολιτικές που ενισχύουν τη συλλογή καυσόξυλων
-
Συμβόλαια υλοτομιών και αραιώσεων με αυστηρές προδιαγραφές για τα ξυλώδη υπολείμματα
-
Προδιαγραμμένη καύση για βελτίωση του περιβάλλοντος για την άγρια πανίδα
-
Προδιαγραμμένη καύση για βελτίωση της κτηνοτροφίας
-
Μετατροπή ορισμένων εκτάσεων θαμνώνων σε λειμώνες προς βόσκηση, αύξηση παραγωγής νερού κλπ.
Οι επεμβάσεις στην καύσιμη ύλη σε τοπική κλίμακα συνήθως αποσκοπούν στην προστασία συγκεκριμένων περιοχών ή στη διάσπαση της συνέχειας της καύσιμης ύλης ώστε να διευκολυνθεί η δασοπυρόσβεση και να εμποδιστεί το πέρασμα μιας πυρκαγιάς από μια μεγάλη συστάδα σε μία άλλη. Η πιο συνηθισμένη μορφή επεμβάσεων αυτού του τύπου στην Ελλάδα είναι η διάνοιξη αντιπυρικών ζωνών (firebreaks) ενώ σε πολλές άλλες χώρες υπάρχει σαφής προτίμηση για τη δημιουργία ζωνών μείωσης της καύσιμης ύλης (fuelbreaks). Ο όρος fuelbreak περιγράφει τη μόνιμη μετατροπή της καύσιμης ύλης σε νέα λιγότερο εύφλεκτη κατάσταση, σε μία περιοχή ή μία ζώνη ευρισκόμενη σε στρατηγική θέση, ώστε να διασπάται η συνέχεια δασικών εκτάσεων με εύφλεκτη ή πολλή σε ποσότητα καύσιμη ύλη. Σε περιπτώσεις προγραμμάτων μείωσης καύσιμης ύλης σε τοπική κλίμακα και με συγκεκριμένους στόχους, όπως η προστασία ενός οικισμού που εφάπτεται με δάσος, το κόστος μπορεί συνήθως να δικαιολογηθεί μόνο με το στόχο της πυροπροστασίας. Όμως, υπάρχουν πολλά παραδείγματα όπου γίνεται προσπάθεια συνδυασμού και με άλλους διαχειριστικούς στόχους (π.χ. δημιουργία χώρων αναψυχής, βόσκηση σε fuelbreaks όπου ένας θαμνώνας έχει μετατραπεί σε χορτολίβαδο κλπ.
Η διαχείριση της καύσιμης ύλης είναι μία διαδικασία που μπορεί να πραγματοποιηθεί με διάφορους τρόπους, ανάλογα με τις συνθήκες της περιοχής, τα διατιθέμενα μέσα και βέβαια τον τελικό σκοπό. Τεχνικές, όπως η χειρωνακτική και μηχανική απομάκρυνση, η προδιαγεγραμμένη καύση, η βόσκηση, η χημική επέμβαση πρέπει να αξιολογηθούν ως προς την αποτελεσματικότητα, την οικονομικότητα αλλά και άλλους περιορισμούς (π.χ. περιβαλλοντικούς) πριν τη χρήση τους. Σε γενικές γραμμές, οι μέθοδοι διαχείρισης της καύσιμης ύλης περιλαμβάνουν:
-
Τη διάσπαση της οριζόντιας συνέχειας της καύσιμης ύλης
-
Τη διάσπαση της κάθετης συνέχειας της καύσιμης ύλης
-
Τη μείωση της βιομάζας
-
Την αλλαγή της συμπίεσης του στρώματος των καυσίμων
-
Την αλλαγή της χημικής σύνθεσης των καυσίμων (αλλαγή ειδών βλάστησης με λιγότερο εύφλεκτα)
-
Την αύξηση της υγρασίας των καυσίμων (πότισμα, αφαίρεση νεκρών καυσίμων)
|